- ολιγομετρία
- ὀλιγομετρία, ἡ (Α)1. το ολιγάριθμο, η ολιγότητα2. (στην προσωδία) μικρός αριθμός μετρικών ποδών («κακίαν ἔπους εἶναι, καθὰ καὶ τὴν ὀλιγομετρίαν, ἣ θεωρεῑται ἐν στίχῳ ἐξ ὀλίγων μερών λόγου συγκειμένῳ», Ευστ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -μετρία*].
Dictionary of Greek. 2013.